κορόνα — η (Μ κορώνα) 1. διάδημα, στέμμα, κυρίως βασιλέων ή επισκόπων 2. θυρεός, οικόσημο, έμβλημα 3. μτφ. η πρώτη, η κορυφαία («είμαι η Ελλάδα, τών πατρίδων είμ εγώ η κορόνα και τών ανθρώπων ο βωμός», Παλαμ.) νεοελλ. 1. η όψη τού νομίσματος στην οποία… … Dictionary of Greek
κορονιάζω — [κορόνα] βάζω στέμμα στο κεφάλι κάποιου, στέφω … Dictionary of Greek
διάδημα — Ταινία ή στεφάνι από χρυσό ή άλλο υλικό που τη φορούσαν στο κεφάλι ως κόσμημα ή σύμβολο εξουσίας από την αρχαιότητα. Η προέλευση του δ. είναι αβέβαιη, αλλά είναι γνωστό πως το χρησιμοποίησαν ευρύτατα οι αρχαίοι Έλληνες, προσδίδοντάς του πολιτική… … Dictionary of Greek
γράμμα — το (AM γράμμα) [γράφω] Ι. 1. οτιδήποτε έχει γραφεί 2. σύμβολο τού αλφαβήτου 3. επιστολή 4. ανάγνωση διάβασμα II. στον πληθ. γράμματα, τα 1. η γραφή 2. η μόρφωση, η παιδεία 3. (τα Ιερά) Γράμματα η Αγία Γραφή 4. ο Δεκάλογος 5. κατάστιχο 6. φρ.… … Dictionary of Greek
στέμμα — Καθετί που χρησιμοποιείται για στεφάνωμα, και κυρίως το διάδημα (ταινία που περιδένει τα μαλλιά ή η κορόνα) του κεφαλιού ως σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Γενικότερα είναι και η ίδια η βασιλική εξουσία, ο βασιλιάς και η απεικόνιση του στις… … Dictionary of Greek
Liste bulgarischer Bezeichnungen griechischer Orte — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. In dieser Liste werden die südslawischen den griechischen… … Deutsch Wikipedia
Liste mazedonischer Bezeichnungen griechischer Orte — Dieser Artikel oder Abschnitt bedarf einer Überarbeitung. Näheres ist auf der Diskussionsseite angegeben. Hilf mit, ihn zu verbessern, und entferne anschließend diese Markierung. In dieser Liste werden die südslawischen den griechischen… … Deutsch Wikipedia
Liste südslawischer Bezeichnungen griechischer Orte — In dieser Liste werden die südslawischen den griechischen Bezeichnungen von Orten in Griechenland gegenübergestellt. Viele griechische Siedlungen hatten in ihrer Geschichte griechische und nichtgriechische Namensformen. Eine Vielzahl dieser Namen … Deutsch Wikipedia
κορονάτος — κορονᾱτος, ὁ (Μ) [κορόνα] είδος νομίσματος … Dictionary of Greek
κορωνίδα — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 4 Ιανουαρίου 1876. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι 12,3 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 9,27. Διεθνώς ονομάζεται Koronis 158. II Μυθολογικό… … Dictionary of Greek